μελία

μελία
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 117 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται σε απόσταση 29 χλμ. Ν των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Δημητρίου.
* * *
η (Α μελία και επικ. τ. μελίη)
άλλη κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού φλαμουριά
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μελιίδες και περιλαμβάνει δέκα περίπου είδη φυλλοβόλων δέντρων
αρχ.
(στον Όμ.) δόρυ από ξύλο μελίας («στῆ δ' ἄρ' ἐπὶ μελίης χαλκογλώχινος ἐρεισθείς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μελία (< *σμελFιᾱ συνδέεται πιθ. με λιθουαν. διαλεκτικό τ. smelus «γκρι», που ταιριάζει με το χρώμα τού άνθους τού φυτού. Οι ποιητικοί τ. ευ-μμελίης και φερε-μμελίης ενισχύουν την άποψη αυτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελία — μελίᾱ , μελία manna ash fem nom/voc/acc dual μελίᾱ , μελία manna ash fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελία — Μελίᾱ , Μελίη manna ash fem nom/voc/acc dual Μελίᾱ , Μελίη manna ash fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίᾳ — Μελίᾱͅ , Μελίη manna ash fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίᾳ — μελίαι , μελία manna ash fem nom/voc pl μελίᾱͅ , μελία manna ash fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιά — η ιάς, είδος δέντρου, ο μέλεγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελίας — μελίᾱς , μελία manna ash fem acc pl μελίᾱς , μελία manna ash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίαι — μελία manna ash fem nom/voc pl μελίᾱͅ , μελία manna ash fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιαδέα — μελιᾱδέα , μελιηδής honey sweet neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) μελιᾱδέα , μελιηδής honey sweet masc/fem acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίαν — μελίᾱν , μελία manna ash fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίας — Μελίᾱς , Μελίη manna ash fem acc pl Μελίᾱς , Μελίη manna ash fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”